- διακάμπτω
- μετ. гнуть, сгибать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακάμπτω — (Α διακάμπτω) 1. λυγίζω ή στρέφω προς διάφορες κατευθύνσεις 2. (για δρόμο) κάνω στροφή … Dictionary of Greek
διάκαμψις — διάκαμψις, η (Α) [διακάμπτω] κάμψη τού σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
ԿԾԿԵՄ — (եցի.) NBH 1 1102 Chronological Sequence: Early classical, 12c ն. συσφίγγω constringo, contraho, cogo κάμπτω, διακάμπτω flecto, inflecto ἕχω teneo καταστέλλω reprimo. առնել որպէս զկծիկ, կամ որպէս զկուզ (ըստ յն.) ամփոփել. յինքն ժողովել. պինդ ունել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)